-
1 εὔκηλος
A free from care, at one's ease,εὔκηλος τὰ φράζεαι ἅσσ' ἐθέλῃσθα Il.1.554
;εὗδον δ' εὔκηλοι Od.14.479
, cf. S.El. 241 (lyr.); ἡμεῖς μὲν.. πολέας τελέοντες ἀέθλους.., ὁ δ' εὔκηλος .. Od.3.263;εὔκηλοι πολέμιζον Il. 17.371
; εὔκηλος τότε νῆα θοὴν.. ἑλκέμεν ἐς πόντον, i.e. without fear, Hes. Op. 671, cf. h.Merc. 480;εὔ. τέρπου φρένα Pherecr.152
.2 in Alexandr. and later [dialect] Ep. of things, νὺξ εὔ. still, silent, Theoc.2.166; πτέρυγες εὔ. steady, even, A.R.2.935;αὖραι εὔ. Opp.H.4.415
. Adv. - λως A.R.2.861.------------------------------------Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὔκηλος
См. также в других словарях:
εύκηλος — (I) εὔκηλος, ον, θηλ. και εὐκήλη, δωρ. τ. εὔκαλος, ον (Α) 1. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, ατάραχος, ήσυχος («εὔκηλοι πολέμιζον», Ομ. Ιλ.) 2. (για πράγματα) ήσυχος, ήρεμος («αὔραις εὐκήλοισιν», Οππ.). επίρρ... εὐκήλως (Α) ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek